Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Τα μπάνια μας



Τα μπάνια μας του καλοκαιριού, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση.Τόσο μάλιστα ώστε την οργανώνουμε συχνά απο το καταχείμωνο,την ονειρευόμαστε όταν σερνόμαστε από την κούραση, την προσδοκούμε σαν αναγέννηση, σα γιατρειά,σαν ενδυνάμωση, σαν κάθαρση, σαν τέλος πάντων αυτό που μόνο όσοι έχουν μεγαλώσει σε μια ελληνική οικογένεια μπορούν να καταλάβουν.
Η θάλασσα είναι η δύναμή μας-όπως κάποτε ήταν η τελευταία μπουκιά του πιάτου- είναι έως ύβρις το να την εγκαταλείψεις.Τα μπάνια μας δε, είναι το μέτρο σύγκρισης υπεροχής στην παιδική ηλικία (''εγώ έχω κάνει 75, εσύ;''), η ελπίδα της μάνας να μας θωρακίσει στις επερχόμενες ιώσεις, η προσμονή του εργαζόμενου, η ιεροτελεστία αναζωογόνησης των παππούδων.

Τα μπάνια διακρίνονται σε πολλές κατηγορίες πχ αναλόγως της ώρας, της διάρκειας ή της συνοδείας. Έτσι έχουμε το μπάνιο του άγριου χαράματος, το μπάνιο των 10 πμ, των 12 μ, των 2μμ-ή των τουριστών- των 6 μμ και του ηλιοβασιλέματος- που συνδυάζεται ιδανικά με σουβλάκια και μπύρες. Επίσης έχουμε το μπάνιο της μιας βουτιάς, της μιάμισης ώρας και το μπάνιο του ξεροψησίματος και ακόμη το μοναχικό, εις ζεύγη, το παρεΐστικο, το οικογενειακό και τα σαββατοκύριακα το έξτρα λουξ οικογενειακό με γονείς , παιδιά , παππουδογιαγιάδες, ομπρέλες, και ισοθερμική τσαντούλα με τάπερ , αναψυκτικά και καρπούζι.

Στη θάλασσα χρειαζόμαστε πολλά πράγματα για να είμαστε ευτυχισμένοι-freddo, γυαλιά ηλίου, ipod και απαραιτήτως ένα χιλιοσέλιδο βιβλίο-για να βυθιστούμε άραγε σε μια άλλη πραγματικότητα διαφορετική απο την υπάρχουσα;.. Σκέφτομαι μάλιστα , πως μάλλον όσο πιο χάλια είναι η παραλία τόσα περισσότερα κουβαλάμε, υπακούοντας στην ενδόμυχη ανάγκη να ορίσουμε τον εαυτό μας σε ένα απρόσωπο περιβάλλον.

...........................................................

Θυμήσου ωστόσο, κάποια φορά που η θάλασσα ήταν κρύσταλλο , τα γαλάζια νερά παιχνίδιζαν στα λευκά βότσαλα, τα πόδια σου βούλιαζαν σε μια πλούσια, καθαρή άμμο, ο ίσκιος πάνω απο το κεφάλι σου δεν ήταν ομπρέλας αλλά πεύκου και το μόνο που συναγωνιζόταν το μουρμουρητό της ακροθαλασσιάς ήταν τα τζιτζίκια που έπλεκαν τη ραστώνη.
 Εκεί πραγματικά τα πολλά αξεσουάρ περιττεύουν, εκεί αφήνεις την ξαπλώστρα για να χωθείς στην άμμο, αφήνεις το βιβλίο για να διαβάσεις τις διαθέσεις του ανέμου καθώς χαϊδεύει τα νερά, αφήνεις το ρυθμό του beach bar για να εντρυφήσεις στους παφλασμούς επί των βοτσάλων, αφήνεις ακόμα και τα γυαλιά ηλίου αφού δεν τα χρειάζεσαι πια για προστασία απο τα αδιάκριτα βλέμματα των δίπλα-μιας και οι δίπλα έχουν την ευχέρεια να πάνε παραδίπλα και δεν ασχολούνται πλέον με εσένα. 
Τώρα τα γυαλιά ηλίου σου σκοτεινιάζουν αυτό το απίστευτο μπλε της θάλασσας κι αυτό το λαμπερό γαλάζιο του ουρανού σου και το ζωντανό πράσινο των πεύκων και τα ξεξασπρότερα από τον ήλιο βότσαλα..

Τότε ναι θα έλεγα, η θάλασσα μπορεί να γίνει καθαρτήρια, μπορεί να γίνει η αναζωογόνησή σου, η σωτήρια ανάμνηση, η ελπίδα και η απαντοχή στις συννεφιασμένες μέρες σου , η δική σου θάλασσα, το φυσικό και νοερό καταφύγιό σου.

Μπορεί να μην τη βρεις σε αυτές τις διακοπές- μπορεί καν να μην την ψάχνεις ακόμα-δεν είναι κακό. Μπορεί τώρα να έχεις ανάγκη αυτήν την πολύβουη διαδικασία της ''πατείς με πατώ σε'' παραλίας, μπορεί να μην έχεις άλλη επιλογή από το ''μόλις γύρισα από τη δουλειά, έπρεπε να πάω και τα παιδιά για μπάνιο..'', μπορεί να μην υπάρχουν τώρα οι συνθήκες για κάτι διαφορετικό.

Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα το ''να πάω για μπάνιο'' ως ενταγμένη δραστηριότητα στο ημερήσιο πρόγραμμα ή ως εναλλαγή του σκηνικού όπου πίνεις τον καφέ και ''βγαίνεις'' και άλλο το 
να ζήσεις για λίγο τη θάλασσα ,
αυτή που θα σε υποδεχτεί, θα σε μαγέψει, 
θα σε αδειάσει και θα σε γεμίσει 
και θα κρατήσει δικαιωματικά ένα μυστικό σου κομμάτι, 
έτσι που θα τη νοσταλγείς σαν μητρική αγκαλιά
κι όταν κλείνεις τα μάτια θα θυμάσαι τότε που 
ξάπλωνες εκεί που σκάει το κύμα και σε νανούριζε μουρμουρίζοντας
''ησύχασε, όλα θα πάνε καλά..''



Η θάλασσά μας όπως έλεγα , είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Το γνωρίζουμε καλά αυτό εμείς οι Έλληνες, είναι χαραγμένο στο συλλογικό και προσωπικό DNA μας νομίζω..