Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Illusion

                         


Αυτό το σώμα δεν είναι δικό μου,
δεν έχω εγώ δάχτυλα με αφύσικες κλίσεις
ούτε φλέβες να με διατρέχουν σαν ρίζες
ούτε δέρμα που να αποσυντίθεται κάθε τόσο σε λέπια
ούτε κόκκαλα που τρίβονται όπως η κιμωλία.
Εγώ μπορώ να τρέξω από δω ως τη θάλασσα
και τα πόδια μου να χτυπάνε στην πλάτη,  
τόσο γρήγορα,
μπορώ να σκαρφαλώσω σε αυτήν εκεί την μάντρα
άμα θέλω
και να κάνω ισορροπία
μπορώ να αφήσω τα μαλλιά μου ως τη μέση
να είμαι σαν εκείνες τις γυναίκες από τη Χαβάη,
να μείνω ξαπλωμένη στο χορτάρι όλο το απόγευμα
ή να πάω να σου φέρω τα ψώνια σου,
να σε βοηθήσω να περάσεις απέναντι
και να φάω τρία παγωτά με αμύγδαλα και σιρόπι
το ίδιο απόγευμα
επειδή θέλω.
Δεν καταλαβαίνω λοιπόν τι έχει γίνει εδώ τώρα
γιατί δε φεύγει αυτός ο πόνος 
και γιατί πατάω τη φούστα μου,
γιατί μου είναι τόσο δύσκολο να περπατήσω
σα να φορτώθηκα έναν άνθρωπο ακόμα.
Δεν είμαι εγώ εδώ μέσα
εκτός κι αν κάτι έγινε
και κουβαλάω στην πλάτη μου τον εαυτό μου






Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Η βροχή



Αυτή είναι η δική μου τσάντα; Πολύ ωραία, ευχαριστώ, όχι δεν πάω μακριά, θα έρθει η κόρη μου με το αυτοκίνητο όπου να’ ναι, έχουμε μιλήσει. Θα χρειαστώ μόνο λίγη βοήθεια με το πορτοφόλι, ωραία, έτσι, με δυσκολεύει το αριστερό χέρι λόγω του ώμου, θυμάστε το πρόβλημά μου, όποτε αλλάζει ο καιρός δε μ’ αφήνει σε ησυχία. Μπα, τίποτα δεν έκαναν οι ενέσεις, αυτό είχε ξεκινήσει από τότε που ήμουν στην υπηρεσία ακόμη, είκοσι χρόνια πριν. Πολλές ώρες, ατέλειωτες ώρες, όλα στο χέρι, αναφορές, εγκύκλιοι, αντίγραφα, καταστάσεις προσωπικού, τι τα θέλετε, υπερφόρτωση, όταν φθαρούν τα γρανάζια η μηχανή αγκομαχά.

Αυτά τι είναι; Α, τα ρέστα μου, ευχαριστώ. Έπιασε έξω τελικά ε; Φαινόταν από νωρίς ότι το πήγαινε για βροχή, ο ώμος μου δεν αστειευόταν, με το που σηκώθηκα είπα σήμερα θα βρέξει πολύ γιατί ο ώμος δίνει τις σουβλιές του, εκτός από αυτό όμως δεν έχω κάποιο άλλο πρόβλημα, δόξα τω Θεώ, βλέπω τους άλλους στην ηλικία μου, κάθονται όλη μέρα στο καφενείο, σκουριάζουν τα πόδια, το μυαλό, άντε να κάνουν πέντε βήματα μετά. Είμαι πιασμένος σου λέει. Μα έλα να περπατήσουμε βρε αδελφέ, να δυναμώσει το σώμα σου, να κινηθεί το αίμα, πώς περιμένεις να διατηρηθείς σε καλή κατάσταση χωρίς λίγη άσκηση, εγώ τα προσέχω αυτά, κάθε πρωί περπατάω, κάνω και μερικές ασκήσεις και γι’ αυτό κρατιέμαι έτσι κι ας έχω πατήσει, πόσο νομίζετε; Τα ογδόντα τρία. 

Μόνο σήμερα δεν πήγα που είδα τα σύννεφα, το έδειχνε από το πρωί ότι θα’ βρεχε και ο ώμος έδινε σουβλιές. Να, έπιασε κιόλας. Σας πλήρωσα; Α, ναι, μου δώσατε και ρέστα. Έχετε γράψει επάνω τη δοσολογία; Ωραία, ναι, όπως το παίρνω, θα το κοιτάξει και η κόρη μου, πάντως δε βλέπω το αυτοκίνητο, μάλλον θα κάνει γύρους. Να καθίσω λίγο πάλι σ’ αυτήν την καρέκλα, από εδώ βλέπω πολύ καλά έξω, να έχω το νου μου μόλις έρθει.

Να δείτε πού θα πάει τώρα, όχι στη Γενεύη, όχι, κάπου πιο βόρεια, μου διαφεύγει αυτήν την στιγμή, μάλλον Βρυξέλλες, σε ένα πολύ μεγάλο συνέδριο, ναι, βέβαια, θα μιλήσει κι αυτή τη φορά, μα δεν κάνει και τίποτα άλλο αυτή η κοπέλα, όλο διαβάζει και μιλάει. Και ταξιδεύει.

Ασφαλώς είναι σπουδαίο, είμαι περήφανος, είναι χαρά να βλέπεις το παιδί σου να προοδεύει κι αυτό που κάνει είναι σημαντικό, αλλά στις μέρες μας δεν είναι για πολλά ταξίδια η κατάσταση μ’ όλα αυτά που γίνονται, δε συμφωνείτε; Γιατί η κούραση; Τα ξενύχτια; Δεν τρώει και πολύ, από μικρή δεν έτρωγε, όλο στο πόδι, πόσο μάλλον τώρα, έρευνα και έρευνα και μελέτες με την ομάδα της. Σύμφωνοι, το Αλτσχάιμερ δεν αστειεύεται, έχει γίνει πια η μάστιγα της εποχής μας, αλλά εμένα με ενδιαφέρει να προσέχει τον εαυτό της πρώτα. Τρέχει και για μένα κι όλο ανησυχεί και μου τηλεφωνεί κάθε τόσο, μια χαρά είμαι της λέω, τον εαυτό σου κοίτα, μια χαρά είμαι εδώ και στην Αθήνα δεν έρχομαι να μείνω, αυτό μας έλειπε. Σας καθυστερώ τώρα; Α, εντάξει, αφού δεν έχει κόσμο έτσι κι αλλιώς. Η τσάντα μου είναι αυτή έτσι; Αυτό το κουτί; Ναι, αυτό που παίρνω, ένα το βράδυ γράφει, το διαβάζω μια χαρά, από όραση καλά πάμε, καλά κρατιόμαστε.

Προχθές έβλεπα μια παλιά γνωστή μου στο δρόμο, την κρατούσε μια γυναίκα από το χέρι και την πήγαινε, έτσι, με τις παντόφλες, για καλό την έβγαλε έξω βέβαια, καταλαβαίνετε, να πάρει αέρα, μόνο που εκείνη κοιτούσε μπροστά και πουθενά, σαν ο αέρας να τη διαπερνούσε, καθόμασταν σε διπλανά θρανία κάποτε, φυσικά ερωτευμένος μαζί της γιατί δε γίνεται να μην είσαι ερωτευμένος με το ξανθό κορίτσι της τάξης, πάνω από εβδομήντα χρόνια πριν, για σκεφτείτε, καλημέρα της είπα, καλημέρα, μου απάντησε η γυναίκα που την κρατούσε από το χέρι, μικροκαμωμένη και αδύνατη όπως τότε, πόσο βάρος έχουν εβδομήντα χρόνια, ίσως κανένα καμιά φορά.


Μα πού είναι η κόρη μου, μου κάνει εντύπωση, δεν αργεί ποτέ στα ραντεβού της, από μικρή έτσι και φτάναμε σχολείο και είχε χτυπήσει το κουδούνι δεν έμπαινε στην τάξη. Είχε πάει τις προάλλες έξω σε συνέδριο, μιλούσε πάλι, πολύ κουράζεται αυτό το κορίτσι, έτσι είναι όμως αν είσαι νευρολόγος και ερευνητής ταυτόχρονα, δίνεις μάχη με το χρόνο. Λοιπόν σας χαιρετώ, θα πάω να σταθώ εκεί στην πόρτα, να έχω το νου μου. Δεν ξέρω πραγματικά γιατί έχει αργήσει τόσο, ίσως περιμένει να σταματήσει η βροχή.





Ελένη Στελλάτου


(Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας)








Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Σοφία




Φορούσε πάντα τα ρούχα της μάνας της, φαρδιές ρόμπες στο χρώμα της στάχτης. Θα’ χε πατήσει τα σαράντα πέντε αλλά έδειχνε μεγαλύτερη, με τις γκρίζες τούφες πιασμένες άτσαλα, τα παλιόρουχα και την κορμοστασιά ξέχειλη. Ξεχασμένη.

Στην αρχή κατέβαινε στην αγορά για  τα ψώνια του σπιτιού και για φάρμακα . Από τότε που την απέλυσαν, την έβγαζαν με την σύνταξη του πατέρα.
‘’Ελενίτσα, έχεις οινόπνευμα;’’
Ζούσε για να φροντίζει  τους γονείς. Γιατί ο πατέρας άρχισε να χάνει δυνάμεις.

‘’Πώς πάτε Σοφάκι;’’ Τη λένε Σοφία αλλά της αρέσει να της μιλάω σα να είμαι εγώ η μεγαλύτερη κι εκείνη η μικρή, στην αρχή της, που’ χει όλο το χρόνο μπροστά της να ζήσει.
‘’Καλύτερα  Ελενίτσα , έχεις πάνες ακράτειας;’’
Πιστεύει πως είναι καθήκον της να φροντίζει πρώτα τον κατάκοιτο πατέρα, μετά τη μάνα και στο τέλος τον εαυτό της.  Ακούγεται λογικό.
‘’Άμα φτιάξουν τα πράγματα, θα δω τι θα κάνω κι εγώ’’ κι εννοεί ότι θα βρει κάποιον να παντρευτεί και να κάνει το δικό της σπιτικό. Κοιτάζω τις γκρίζες τούφες και προσπαθώ να της χαμογελάσω.  Για ενθάρρυνση.

 Ύστερα ο πατέρας κατάπεσε εντελώς. Η Σοφία πήρε κινητό για να την ειδοποιεί η μάνα όποτε τη χρειάζεται.
‘’Ελενίτσα έχεις κανένα υπόθετο για δυσκοιλιότητα να του βάλω;  Ή κλύσμα ίσως, τι λες κι εσύ;’’ 
Μετά η μητέρα έπαθε κατάθλιψη και ξυπνούσε από τις τρεις τα χαράματα. Κοιμόταν τη μέρα και τριγυρνούσε μες στο σπίτι όλη τη νύχτα, σα φάντασμα. Κι η Σοφία να‘ χει την έννοια της. Δεν παραπονιέται. Τα βήματά της είναι προδιαγεγραμμένα,  εκτελεί τις κινήσεις της στην σκακιέρα με προσήλωση.

Κάποια στιγμή μου έφερε πίσω ένα πακέτο πάνες ακράτειας- δεν τις χρειάζονταν πια. Ούτε το αερόστρωμα ούτε το κρεββάτι, τα  χάρισε στο γηροκομείο. Τώρα ήταν μόνες με τη μάνα.
‘’Πώς πάτε Σοφάκι;’’
‘’ Πολύ καλά,  η μητέρα δε σηκώνεται απ’ τις τρεις, κοιμάται ως τις πεντέμισυ, έξι.. ‘’
Χαμογελάει. Της χαμογελάω κι εγώ.

Τις προάλλες ήρθε με ένα εμπριμέ γαλάζιο φόρεμα. Θέλει να βάψει  τα μαλλιά της γιατί ο πατέρας  χρόνια τώρα δεν την άφηνε, θέλει κι ένα ρουζ .
‘’Να φτιαχτώ κι εγώ λιγάκι, ε Ελενίτσα; Ήρθε κι η σειρά μου.’’
Κοιτάζω τα μάτια της. Λάμπουν και γύρω τους  χορεύουν άφθονες ψιλές ψιλές γραμμούλες. Χαμογελάει. Είναι χαρούμενη.