Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Μια χριστουγεννιάτικη συνάντηση.

Τέτοιες γιορτινές μέρες  την απολαμβάνεις τη βόλτα στην στολισμένη πρωτεύουσα, ειδικά αν συνοδεύεσαι από μεγάλη, καλή παρέα.

Μαζευτήκαμε νωρίς, δυο οικογένειες με πιτσιρίκια και κάποιοι φίλοι και αφού περπατήσαμε πολύ, χαζέψαμε τις βιτρίνες, βγάλαμε φωτογραφίες, αγοράσαμε τα δώρα μας, στο τέλος πεινασμένοι, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το συνεχές ψιλόβροχο, ορμήσαμε στο πρώτο φαγάδικο που βρέθηκε μπροστά μας, ένα πολυσύχναστο εστιατόριο σε έναν παράδρομο της Ερμού και σωριαστήκαμε στο τελευταίο ελεύθερο τραπέζι, κάτω από μια τέντα, έξω στο πεζοδρόμιο.


Κίνηση πολλή. Ομπρέλες άπειρες. Η ροή των περαστικών ασταμάτητη, με τα δώρα στο ένα χέρι και την ομπρέλα στο άλλο. Πρόσωπα χαμογελαστά λίγα. Τα περισσότερα μουντά, σκυθρωπά, σαν τα σύννεφα που έκλαιγαν από το πρωί.

Περιμένοντας να έρθει η παραγγελία μας και κάπου μεταξύ της απόπειρας να απασχολήσω τη μικρή μου κόρη και της προσπάθειας να σταθεροποιήσω τα γυάλινα ποτήρια - σε πείσμα έξι λιλιπούτειων ποδιών που κλωτσούσαν διαρκώς το τραπέζι - το μάτι μου έπιασε έναν ψηλό, νεαρό άνδρα, λοξά απέναντί μου, που στεκόταν όρθιος στον τοίχο και σαν να μονολογούσε .


''Περιμένει κάποιον;'' αναρωτήθηκα.
Η διερευνητική ματιά μιας φίλης από την παρέα επίσης τον εντόπισε.
-Τι είναι αυτός εκεί; με ρώτησε καχύποπτα.
Ξανακοίταξα την όρθια μορφή απέναντί μου και τότε κατάλαβα ότι μιλούσε στους περαστικούς.
-Ζητάει χρήματα, απάντησα.


Τα φαγητά ήρθαν και τα υποδεχθήκαμε με ενθουσιασμό. Συζήτηση, μπύρες, γκρίνια για τη βροχή, φασαρία από τα μικρά.. Πολυάσχολοι εμείς και πλήρεις.
Και ο αδύνατος άνδρας στην ίδια θέση, λίγα μέτρα πιο πέρα.
Όταν συνοδεύεις παιδιά και ειδικά το δικό σου, η προσοχή σου είναι τεταμένη προσπαθώντας να εντοπίσεις ενδεχόμενους κινδύνους που καραδοκούν στην περιοχή. Τον κοίταξα πάλι προσεκτικά.

Καστανά μαλλιά και γένια, χακί μπουφάν, τζιν παντελόνι, σχετικά περιποιημένος, με διαύγεια και καλή ισορροπία-όχι παραπατήματα, φωνές ή επιθετική διάθεση.
Σε κάθε περαστικό, καθώς τον προσπερνούσε, γυρνούσε το κεφάλι, έκλεινε τα μάτια και κάτι του έλεγε, κρατώντας τα χέρια πίσω από την πλάτη, λίγο δειλά, υποταγμένα. Κάτι έφταιγε όμως γιατί κανένας περαστικός δε φαινόταν να τον ακούει.
''Καλά δε μιλάει δυνατά;σκέφτηκα. Ψιθυρίζει από μέσα του και περιμένει και να τον προσέξουν;''


Πραγματικά κανείς δεν τον άκουγε, κανείς δεν έδειξε να ξαφνιάζεται -έστω δυσάρεστα- αν και περνούσαν σε απόσταση αναπνοής από δίπλα του, κανείς δεν τον πρόσεχε και φυσικά κανείς δεν του έδινε κάτι.
''Εμ, βέβαια, εδώ συνήθως δε δίνεις σε ενοχλητικούς ζητιάνους ή τοξικομανείς που σε ακολουθούν επίμονα, θα δώσεις σε αυτόν που ειλικρινά δεν τον ακούς κιόλας;''

Κατά διαστήματα το πρόσωπό του έπαιρνε μια έκφραση καρτερικής πικρίας , συνήθως όταν τον προσπερνούσαν αδιάφορα και τελείωνε την πρότασή του στον αέρα. Δεν προσπαθούσε να πείσει, δεν επιζητούσε να προκαλέσει τον οίκτο, σαν παραιτημένος, σαν να είχε εμπεδώσει το ανώφελο της προσπάθειας.

Συνέχιζε ωστόσο να στέκεται εκεί, παρακαλώντας αδύναμα , εξουθενωμένα  τις πλάτες των περαστικών, τις πλάτες όχι τα πρόσωπα , γιατί αυτό το βιαστικό, αδιάφορο πλήθος που πηγαινοερχόταν φορτωμένο δώρα και ανοιχτές ομπρέλες, δεν είχε πρόσωπο, δεν είχε αυτιά και μάτια, είχε μόνο μια πορεία κι ένα πρόγραμμα κι ένα σύνολο πραγμάτων που έπρεπε να κάνει σήμερα.
Τους κατανοώ και τους δικαιολογώ. Κι εγώ πριν μια ώρα ήμουν ένα κύμα μέσα σ' αυτή τη λαοθάλασσα και δεν μπορούσα - ούτε με ενδιέφερε - να ανακαλύπτω τσακισμένα καραβάκια. Το πλήθος προσπερνούσε και κάθε πλάτη ήταν μια ακόμη περιφρόνηση προς έναν εξουθενωμένο άνθρωπο.


Το μισό μου πιάτο έμενε άθικτο.
''Στο καλό, δεν μπορώ να φάω άλλο. Και πεινούσα τόσο πολύ..'' Κάτι με ενοχλούσε και μου προκαλούσε μια αδιόρατη συγκίνηση.
Πόσο πρέπει πραγματικά να μην σου έχει μείνει τίποτε άλλο να κάνεις παρά να στέκεσαι επί μια ώρα και είκοσι λεπτά -τουλάχιστον- μέσα στο κρύο χωρίς κανένα απολύτως όφελος, ψιθυρίζοντας κουρασμένα στις πλάτες των περαστικών. Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο;.. 

Μόνο για να επιβεβαιώνεις ξανά και ξανά την ανυπαρξία σου, το γεγονός ότι έγινες αόρατος και πως πέρα από το τσιγάρο που καπνίζεις κάθε τόσο αργά αργά και το μπουκάλι νερό που φαίνεται στην τσέπη του μπουφάν, δεν έχεις τίποτε άλλο με το οποίο μπορείς να αλληλεπιδράσεις, τίποτε άλλο σ' αυτόν τον κόσμο, σα να είσαι άϋλος, νεκρός.

Ένας ανύπαρκτος άνθρωπος.. 

Τον συμπόνεσα. Σκέφτηκα όταν σηκωθούμε να του δώσω κάτι.
''Μάλιστα. Για να πάει να πάρει τα τσιγάρα του ή καλύτερα τη δόση του'' είπε σαρκαστικά ο ορθολογιστής εαυτός μου.

''Δε με ενδιαφέρει τι θα τα κάνει, δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα. Θέλω απλά να του δείξω ότι δεν πέρασε τελείως απαρατήρητος, ότι κάποιος τον πρόσεξε. Έχοντας συναναστραφεί μερικές εκατοντάδες ανθρώπων, λόγω δουλειάς, μπορώ αν μη τι άλλο να αναγνωρίσω την αναισχυντία. Και αυτός εδώ δεν είναι ξεδιάντροπος, είναι θλιμμένος.''
Σε αυτήν τη λίγη ώρα απέκτησε πρόσωπο, σαν την αλεπού του μικρού πρίγκηπα, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο καρτερικό και πικραμένο.

Πληρώσαμε το λογαριασμό και η παρέα άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση. Μπουφάν, κουκούλες, οι κλειστές πια ομπρέλες, οι τσάντες με τα δώρα..
-Ξεχάσαμε τίποτα; Ξεκινάμε!

Με την άκρη του ματιού έπιασα ένα φίλο από την παρέα να του βάζει κάτι στο χέρι. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα.
'' Όχι, για να μη νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις κοινωνικές ευαισθησίες''  κορόιδεψε ο εαυτός μου.

Περίμενα λίγο να προχωρήσουν οι δικοί μου και οι φίλοι μας, του έβαλα ένα χαρτονόμισμα στο χέρι και ξεκίνησα βιαστικά να τους προλάβω.
-Ευχαριστώ πολύ κυρία, είπε χαρούμενα, καλές γιορτές να έχετε, να χαίρεστε την οικογένειά σας!..
Γύρισα και του χαμογέλασα, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, σαν να 'λεγα ευχαριστώ.

''Και τώρα; Θα γίνει ξαφνικά ευτυχισμένη η ζωή του; Τι άλλαξε; Τι ουσιαστικό θεωρείς ότι του πρόσφερες;''  με ρώτησε ειρωνικά ο εαυτός μου.
''Λίγη προσοχή'' απάντησα απλά κι έτρεξα να προλάβω την παρέα.


Η βροχή είχε σταματήσει.
Ένας παιχνιδιάρης ήλιος φάνηκε να κρυφογελά μέσα από τα σύννεφα.

 
.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Η κυρία Αλίκη

.


Ήταν ένα, παρόμοιο με το σημερινό, βροχερό απόγευμα, κάποια χρόνια πριν.
-Καλησπέρα σας, ένα κουτάκι Depon παρακαλώ..
Το μπλε παλτό της ηλικιωμένης κυρίας ήταν ελαφρά μουσκεμένο. Της πρότεινα να καθίσει λίγο, ώσπου να περάσει η μπόρα.
-Ευχαριστώ-πάντα αφηρημένη ξέχασα την ομπρέλα μου-αλλά μένω πολύ κοντά , μόλις μετακόμισα!

Έτσι γνωρίσαμε την κυρία Αλίκη, μια δασκάλα πιάνου της παλιάς Αθήνας που καθώς δεν είχε οικογένεια αποφάσισε να κάνει τον τόπο διακοπών της, τη μικρή μας πόλη, μόνιμη κατοικία.
Πάντα ευγενική, πάντα χαμογελαστή σαν παιδί,
με καλοχτενισμένα λευκά μαλλιά και ήσυχη , μελωδική φωνή ήταν από τους ανθρώπους που αμέσως συμπαθείς.

Καθώς είχε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στη διπλανή πολυκατοικία, περνούσε τακτικά από το φαρμακείο - μόνη εδώ, την ευχαριστούσε η σύντομη κουβεντούλα μας, όπως και εμάς η ζεστασιά και η αμεσότητά της.
-Καλή σας μέρα κυρία Ελένη, ακουγόταν κάθε τόσο η ήσυχη , μελωδική φωνή, πότε για να ζητήσει κάποιο φάρμακο, πότε για μια μέτρηση πίεσης, πότε απλά για να μας πει 'καλημέρα'.

Πέρασε καιρός έτσι. Τον περασμένο Οκτώβρη τη χάσαμε. Σκέφτηκα μήπως είχε επισκεφθεί συγγενείς σε άλλη πόλη. Ένα απόγευμα πέρασε η σπιτονοικοκυρά της-ζούσε κι αυτή στη διπλανή πολυκατοικία.
-Τα μάθατε για την κυρα-Αλίκη; Μπήκε εκτάκτως σε νοσοκομείο στην Αθήνα, νομίζω στην εντατική.
-Μα πώς, έτσι ξαφνικά; και θυμήθηκα πως, πέρα από ήπια υπέρταση, δεν είχε κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα υγείας.
-Ναι η καημένη, η παλιοαρρώστια βλέπεις δεν σε προειδοποιεί..Έχετε οινόπνευμα σε μικρή συσκευασία;

Λυπήθηκα. Πολύ άσχημα τα νέα. Και μάλλον ανησυχητική η πρόγνωση. Ποιος ξέρει αν θα τη ξαναβλέπαμε..

Μετά από τρεις εβδομάδες η σπιτονοικοκυρά ξαναπέρασε.
-Τα μάθατε κορίτσια; Πάει η Αλίκη, Θεός σχωρέστην.. Ήρθαν χτες κάποιοι μεταφορείς και πήραν όλα της τα πράγματα. Νοικιάζω το διαμέρισμα , έχετέ το υπόψιν..

Τόσο απλά. Έφυγε για πάντα λοιπόν η κυρία Αλίκη. Αθόρυβα, όπως είχε ζήσει. Νομίζω κάποια Κυριακή της άναψα ένα κεράκι..



Οι μήνες πέρασαν, το καλοκαίρι έφτασε , μαζί και οι παραθεριστές. Η δουλειά αυξήθηκε, δεκάδες κόσμου περνούσαν καθημερινά.
Μόλις είχα τελειώσει με μέτρηση πίεσης συνεχόμενα σε τρεις πελάτες , όταν μια κυρία με γυαλιά ηλίου στάθηκε δίπλα μου.
- Καλημέρα! Για πίεση περιμένετε; ρώτησα βιαστικά, σίγουρη για το 'ναι'.
-..Κυρία Ελένη καλημέρα, δε με θυμάστε; και μια φωνή ήσυχα μελωδική με καθήλωσε, απόκοσμη, απροσδόκητα γνώριμη- σκίζοντας  τρομακτικά το πέπλο του οριστικού, ανατρέποντας το μοιραίο, ανασύροντας την απίστευτη ερώτηση:
-Κυ..κυρία Αλίκη..Εσείς είστε;
-Ναι, ναι, εγώ! και γέλασε καλοκάγαθα, βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά.

Τι απροσδόκητη έκπληξη!

Στεκόταν εκεί μπροστά μου , με κοντά κουρεμένα τα λευκά της μαλλιά, απτή, ζωντανή, έχοντας επιστρέψει από το μοιραίο ταξίδι που η ανθρώπινη επιπολαιότητα την είχε στείλει πρόωρα να κάνει.
-Μας είπαν πως.. πόσο χαίρομαι, πόσο ΧΑΙΡΟΜΑΙ που σας ξαναβλέπω! και η τετριμμένη πρόταση αυτή τη φορά βρήκε ακέραιο το νόημά της.
Αγκαλιαστήκαμε με χαρά, όπως θα υποδεχόμουν τη γιαγιά μου αν επέστρεφε από το αμετάκλητο..

-Με είχε πάρει η ανιψιά μου στο σπίτι της το χειμώνα, χρειαζόμουν κάποιον άνθρωπο για τις χημειοθεραπείες.. Τώρα είμαι καλά και ήρθα για το καλοκαίρι!Νοίκιασα άλλο διαμέρισμα.. εξήγησε γελώντας η κυρία Αλίκη.
Κοίταξα  τις κοπέλες, μια γενική ευθυμία χόρευε στο φαρμακείο.

Ως βίωμα επιστροφής -εικονικής ασφαλώς - από την αντίπερα όχθη ήταν μοναδικό.

Περνούσε συχνά να μας καλημερίσει πηγαίνοντας για το πρωινό μπάνιο και η παρουσία της αυτόματα μας έφτιαχνε τη διάθεση.
Ποτέ δεν της είπαμε πως είχε θεωρηθεί 'αναχωρήσασα'- θα ήταν μάλλον άκομψο. Το κρατήσαμε για μας, ως μια υπόμνηση ελπίδας, μια υπενθύμιση ότι τα πράγματα συχνά δεν είναι τόσο τραγικά όσο φαίνονται.

Πριν ένα μήνα τη χάσαμε πάλι. Άκουσα πως πήγε να μείνει με συγγενείς στη Σπάρτη. Δεν ανησυχώ.

Για κάποιο λόγο, είμαι απόλυτα σίγουρη πως θα την ξαναδούμε το επόμενο καλοκαίρι! 




.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Ο Λαβύρινθος

Ο Λαβύρινθος.


   Ανέκαθεν, εκείνο που φοβόμουν περισσότερο ως επαγγελματίας και ως άνθρωπος ήταν η σύγχυση, ο λαβύρινθος αντικρουόμενων πληροφοριών,  χωρίς την  ύπαρξη Αριάδνης ή έστω ενός μίτου, που θα μας δείξει το μονοπάτι.

   Η τελική αναμέτρηση ανθρώπου και ιού έφτασε και προς έκπληξη όλων, ο άνθρωπος αμφισβητεί το βασικό του όπλο, το εμβόλιο.

   Οι καθηγητές ιατρικής διαφωνούν ως προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά του, διάφορες θεωρίες αρχίζουν να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, το ίδιο και οι φήμες για θανάτους και παρενέργειες και όσο η σύγχυση διογκώνεται, τρομακτικές θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίου μείωσης του πληθυσμού της γης κάνουν την εμφάνισή τους.
     Όσο ψάχνεις τόσο μπερδεύεσαι και όσο αναζητάς με αγωνία την εγκυρότητα, τόσο βουλιάζεις στα άρρωστα νερά της γενικευμένης αμφισβήτησης και καχυποψίας.
    Η πρώην υπουργός που μιλά με εμβρίθεια αποδεικνύεται ουφολόγος, οι εγχώριοι επαΐοντες που διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε αναστατώνουν, το internet σε κατακλύζει με πληροφορίες (τόσο συχνά ανυπόστατες!) συνθήματα , μηνύματα συναγερμού και η αλήθεια φαντάζει άπιαστη.

    Νιώθεις πως όσο και να σκάψεις κάτω από τον όγκο των πληροφοριών η αλήθεια θα μείνει κρυμμένη, είτε δε θα τη βρεις είτε δε θα την αναγνωρίσεις.

    Η αλήθεια  θα σου ξεγλιστράει καθώς φαίνεται, σαν το νερό μέσα από τα δάχτυλα. Θα πρέπει να περιμένεις να την αποκρυσταλλώσει ο χρόνος για να μπορέσεις να την κρατήσεις- και τότε βέβαια δε θα έχει και τόση σημασία.
   Σήμερα που καίγεσαι για αυτήν , οι αυθεντίες σου αδυνατούν να σε πείσουν. Και νιώθεις πως εσύ, η μάνα , ο πατέρας , ο σύζυγος, πρέπει να κρίνεις τις αυθεντίες και να αποφασίσεις για την τύχη τη δική σου και των δικών σου, να συλλέξεις τη γνώση, να τη ζυμώσεις και να πλάσεις την αλήθεια σου κεκαθαρμένη, αξιόπιστη, στέρεη.

  Σύγχυση. Είναι άραγε όλα τόσο μπερδεμένα ή μήπως εσύ τα βλέπεις έτσι διαστρεβλωμένα, υπό το πρίσμα μιας γενικής καχυποψίας, δηλητηριασμένος από την υπόνοια που υιοθέτησες ως γνώση, πως το συμφέρον τα υποκινεί όλα-και τους ειδικούς και τα ΜΜΕ και την έρευνα- ανίκανος πια να εμπιστευθείς, αγνοώντας και γνωρίζοντας τα πάντα ;


Δεν ξέρω τι άλλο να πω,
δεν μπορώ κάτι να δω. Έχει σκόνη.

Θα περιμένω λίγο να κατακαθίσει,
μήπως μπορέσω και διακρίνω το μονοπάτι..




_