Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Το σκυλάκι

Σεργιανούσε στη μικρή μας πόλη μ' ένα ραβδί κι ένα σκυλί. Η κυρα-Διαμάντω με τον αυστηρό της κότσο, κοντόχοντρη κι απότομη , με το ραβδί στο ένα χέρι και το σκυλί στο άλλο.


Μπήκαν όλοι μαζί , ένα απόγευμα εφημερίας και πλησίασαν μεγαλόπρεπα στον πάγκο.
-Γεια, είπε ξερά.
-Καλησπέρα, είπα ήρεμα. Παρακαλώ , θα δέσετε το σκυλάκι έξω στην μπάρα?
-Γιατί? ξεφύσηξε. Απαγορεύεται?
-Λυπάμαι , είναι ο κανονισμός, είπα ευγενικά.
-Το σκυλί μου είναι πιο καθαρό από πολλούς ανθρώπους που μπαίνουν εδώ μέσα, άστραψε η κυρα-Διαμάντω.

-Είμαι σίγουρη, ωστόσο επειδή έρχονται και μικρά παιδάκια, δέστε το λιγάκι έξω, σας παρακαλώ (και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια με την αλλεργία στο τρίχωμα των σκύλων, που μου προκαλούσε καθε τόσο ''κριθαράκι'' στα μάτια και μεγάλη ταλαιπωρία )
-Ε, αφού μας πετάς έξω, φεύγω και δε θα ξαναπατήσω! Πάμε Φρίξο! και γύρισε θυμωμένη προς την έξοδο, σέρνοντας το καφέ σκυλάκι και χτύπωντας με δύναμη το ραβδί στα πλακάκια.


Ξανάρθε μετά από τρεις εβδομάδες, πάλι σε εφημερία, κουτσαίνοντας, με το ραβδί ανά χείρας αλλά χωρίς σκυλί.
''Καλύτερα, σκέφτηκα, έχει και κόσμο απόψε, να μην έχουμε μελοδράματα πάλι..''

-Καλησπέρα σας, τη χαιρέτησα.
-Μια παυσίπονη ένεση Voltaren να μου κάνεις, είπε απότομα, πετώντας την συνταγή στον πάγκο.
''Ωχ, πονάει, άντε να τη στείλω τώρα Κέντρο Υγείας για την ένεση..''
-Καλά, περάστε πίσω στο εργαστήριο να την κάνουμε .

Προχώρησε κούτσα κούτσα, αφήνοντας αρκετά 'αχ' και 'βαχ'- το πόδι την είχε ταράξει .
Σκέφτηκα να της πιάσω κουβέντα για να την απασχολήσω και να μην την πονέσει η βελόνα.
-Για πείτε μου, τι κάνει το σκυλάκι σας? και χραπ! της κοπανάω κοφτά τη σύριγγα.
-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!! μια κραυγή συντάραξε το φαρμακείο και τα φυλλοκάρδια μου και η κυρα-Διαμάντω ξέσπασε σε λυγμούς. Πάγωσα, με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Η βοηθός μου έντρομη άνοιξε την πόρτα και με την άκρη του ματιού έπιασα δύο πελάτες θορυβημένους να κοιτάζουν προς τα μέσα.
''Μα τι στο καλό, την πόνεσα τόσο? Μπας και χτύπησα κανα νεύρο, είναι δυνατόν?''
-Τι συμβαίνει κυρα-Διαμάντω μου? ρώτησα με φωνή που αγωνιζόταν να ακουστεί σταθερή .
-ΨΟ-ΦΗ-ΣΕΕΕ!...Γιατί μου το θύμισεες? Μπου-χου-χου... και δος του αναφυλλητά!..

Η βοηθός έκλεισε γρήγορα την πόρτα ξεροβήχοντας , κρύβοντας ένα γελάκι.
-Όλα καλά, την άκουσα να καθησυχάζει τους πελάτες.

Χτύπησα φιλικά στην πλάτη την κυρα-Διαμάντω.
-Ελάτε, ελάτε τώρα, είμαστε έτοιμοι..
''και εσύ πίεσή μου, σκέφτηκα, που έχεις σκαρφαλώσει στο 16, κατέβα στο φυσιολογικό σου 10..''


Μετά από λίγες μέρες, καθώς οδηγούσα, είδα την κυρα-Διαμάντω να περπατά στο πεζοδρόμιο με το ραβδί της, σέρνοντας ξοπίσω της ένα καινούριο , άσπρο κουτάβι.


Χαμογέλασα μακάρια. Ευτυχώς για όλους,  ουδείς αναντικατάστατος!...

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Η κρίση

Η κρίση.


Ήτανε πια κατάκοπος-βράδυ εφημερίας-
όταν για λίγο κάθησε ο φαρμακοποιός μας
έβγαλε τα γυαλάκια του, πήρε βαθιά ανάσα
και έκλεισε τα μάτια του, γυρεύοντας ν'αδειάσει
από το πλήθος το πολύ, ανθρώπων τε και λόγων..

Ξάφνου τα γύρω σβήστηκαν, έλιωσαν τα συρτάρια,
ο πάγκος εξαχνώθηκε, το φαρμακείο εχάθη
κι έντρομος αντιλήφθηκε πως πήρε ν'ανεβαίνει
κρατώντας τα γυαλάκια του, πάντα με άσπρη μπλούζα.



Σεβάσμιος γέρος φάνηκε μακριά να τον προσμένει:
''Καλώς τον! Σε περίμενα αγαπητό μου τέκνο
να ιδούμε το πως έζησες θέλω εν συντομία 
για να συντάξω εισήγηση για τον Δικαιοκρίτη,
τον Βασιλέα του παντός, τον Κύριο των όλων''

Άναυδος μα και κάθιδρος ο φαρμακοποιός μας:
''Αλήθεια, κιόλας  πέθανα? Μα έχω τόσες έγνοιες
και τόσες εκκρεμότητες με χρήματα κι ανθρώπους,
έχω και οικογένεια , το ενοίκιό μου τρέχει,
χρωστώ σε κάποιους φάρμακα κι άπειροι μου χρωστάνε!.''


''Ας ξεκινήσουμε λοιπόν γιατί πολλά τα βλέπω..
Πες μου, εβαρυγκόμησες ποτέ σ'εφημερία
αν σε ξυπνούσανε στις τρεις για ένα ουροσυλλέκτη,
για μια οδοντόβουρτσα ή για κανα βαμβάκι?
Κι αν ήταν δέκα οι φορές τις νύχτες των Σαββάτων
που σ' έπαιρναν τηλέφωνα ζητώντας άλλα αντ'άλλων?''

''Γέροντα εκρατιόμουνα και δεν έβγαζα λέξη''

''Μάλιστα. Κι αν σου'ρχοντουσαν , πάλι σ΄εφημερία ,
εσύ να΄σαι ετοιμόρροπος κι ο κόσμος ως την πόρτα
τουρίστες να μην ξέρουνε αγγλικά ούτε σταλίτσα,
σχολαστικοί που θεωρούν πως το κουτί έχει αλλάξει,
αγχωτικοί για πίεση ή νηστικοί με ζάλη,
υπερόπτες, που αναιδέστατα σε βλέπουν υπηρέτη,
απατεώνες, που έντεχνα πλαστά θα σου πασσάρουν,
άλλοι που κάτι σου ζητούν για του  μωρού το βήχα,
της θείας τον πονόκοιλο, το αυτί του εξαδέλφου,
πες μου παιδί μου, οργίστηκες κι εξύβρισες κανένα? ''

''Γέροντα, επαγγελματική είχα ευσυνειδησία
και μ'όλους ήμουν ψύχραιμος για να τα βγάλω πέρα.
Και τραύματα καθάρισα και άπειρες ενέσεις
-κι ας μην ανήκουν νομικά εις τα καθήκοντα μας-
κι ανάνηψη εκτέλεσα και δυο γιαγιές που πέσαν
ο ίδιος τις συνόδεψα ως το νοσοκομείο 
το φαρμακείο κλείνοντας ,γιατί άνθρωπο δεν είχαν.''


''Συμβούλευες και άκουγες με υπομονή περίσσεια,
προβλήματα, ερωτήματα που είχαν οι ασθενείς σου?''
''Μα θέματα ιατρικά, προβλήματα υγείας ,
πρώτα σ'εμέ τα λέγανε να τους καθοδηγήσω''


''Τέλος , δάνειζες φάρμακα σε όσους στο ζητούσαν,
έκανες πίστωση συχνά στον κόσμο που δεν είχε?
Μήπως εσύ εχρώσταγες εις τους προμηθευτές σου
λόγω του ότι δεν πλήρωναν τα έρμα τα ταμεία?''

''Γέροντα μου χρωστούσανε, μα εγώ δεν εχρωστούσα''


''Εύγε παιδί μου, άξιος ο κόπος και ο μισθός σου,
 γιατί καιρό εσήκωσες τα βάρη των ανθρώπων ,
φιλάδελφα, διακριτικά, μ'όλες σου τις δυνάμεις!''

......................................................



ΝΤΡΙΙΝ! Χτυπά τηλέφωνο, πετιέται ευθύς επάνω ,
αλλού επήγαν τα γυαλιά, αλλού και η καρέκλα..
Όνειρο ήταν ! Σήκωσε τ'ακουστικό με βιάση :

''Κάτι για ουρολοίμωξη στέλνω το γιο να πάρει''

''Δε γίνεται κυρία μου, καλλιέργεια απαιτείται''

''Καλέ τι λες, τα ξέρω εγώ, τα΄χω ξαναπεράσει''

Βαθύτατα αναστέναξε ο φαρμακοποιός μας
μα κάπως πια πιο ήρεμος , πιο ώριμος συνάμα
κι όμορφα της εξήγησε ώσπου εκείνη επείσθη.

Η ώρα μία. Γαλήνιος εκοίταξε τριγύρω,
τα ράφια που τα νιάτα του είχαν αναρροφήσει,
τον πάγκο που εβούλιαξε απ'τις εκμυστηρεύσεις,
τις συνταγές που μαρτυρούν τους πόνους των ανθρώπων,
το πιεσόμετρο που άκουσε τόσων καρδιών ψιθύρους

κι αβίαστα χαμόγελο φώτισε τη μορφή του,
χαμόγελο επίγνωσης, χαμόγελο αγάπης..




_

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Η Πασχαλιά.





Ήταν η εβδομάδα των Ρώσων τουριστών.Η ροδοκόκκινη, μεσόκοπη κυρία μπήκε χαιρετώντας στα ρώσικα, χρωματίζοντας για πάντα εκείνο το ζεστό, μαγιάτικο απόγευμα.

Προσήλωσα ταχέως το βλέμμα στην οθόνη του laptop, καταπνίγοντας με επιτυχία ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα..

Πλησίασε αργά, κοιτώντας διερευνητικά τα ράφια των καλλυντικών . Ήμουν μόνη πίσω από τον πάγκο, τα κορίτσια δεν είχαν έλθει ακόμα.
Ρώτησα ευγενικά: ''May I help you?''
Κούνησε βιαστικά το κεφάλι σαν να έλεγε αόριστα ότι προτιμούσε να ψάξει μόνη της. 

Την κοίταξα διακριτικά.


Θαρρείς μια πασχαλιά σεργιανούσε στο φαρμακείο. Κοστούμι λινό , μωβ, όχι λιλά , όχι βιολετί, όχι το σκούρο μελιτζανί που στοιχειώνει τις βιτρίνες και τις μέρες μας, αλλά ένα έντονο μωβ που ,πέντε χρόνια πριν ,ήταν το ίδιο αναπάντεχο με έναν κοστουμαρισμένο διευθύνοντα σύμβουλο με all star παπούτσια.

Τα παπούτσια της μωβ,
το παντελόνι μωβ,
το σακάκι μωβ,
το πουκάμισο λευκό με μωβ και κίτρινα ανθάκια,
η τσάντα μωβ,
το ρολόι μωβ.
Το χρώμα σε συμφωνία και σε αποθέωση..



Αγόρασε μερικά σαπούνια λεβάντας, χαιρέτησε με σπασμένα αγγλικά , γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την έξοδο, προς το λαμπερό φως του μαγιάτικου ήλιου.

Τη θυμάμαι ακόμα καθώς απομακρυνόταν, σαν την ανάσα μιας μεσόκοπης άνοιξης, υπέροχη, ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη.


Αποχαιρετώντας την σιωπηλά ,
 άφησα το βλέμμα μου να σταθεί στο πλέον αξιοπρόσεκτο σημείο της παρουσίας της,
σ'αυτό που τόσην ώρα δοκίμαζε την αυτοκυριαρχία μου και που καταφερε τελικά να γεννήσει τώρα
ένα καλοπροαίρετο μειδίαμα:
Στα κοντά,
καλοχτενισμένα ,
βαμμένα μωβ μαλλιά της!..






  

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Οριακές στιγμές

-Έχει wi-fi εδώ..Να συνδεθούμε με το internet?
-..Μπα, καλύτερα να συνδεθώ με τις σκέψεις μου..

Όσο τουλάχιστον πατώ ακόμα σταθερά στη γη, γιατί σε λίγο θα ίπταμαι επάνω αυτής, εν μέσω αιθερίων νεφών, μέσα σε ένα καθόλου αιθέριο αλλά καθ΄όλα βαρύ, πολύ βαρύ αεροπλάνο...


Γραφικές σκέψεις, το παραδέχομαι. Και ενώ πατώντας σταθερά στη γη μεγαλοπιάνεσαι με ιδέες προοδευτικές και σχέδια μεγαλόπνοα, φτερουγίζοντας ατρόμητα πάνω από τα τετριμμένα και καθημερινά , όταν πετάς στ΄αλήθεια... αποζητάς τρομαγμένα τη γείωση.


Είναι εκπληκτικό πώς κάποιες στιγμές στη ζωή επιστρέφεις εσπευσμένα στα βασικά. Τίποτα υλικό δε φαίνεται να έχει σημασία όταν βρίσκεσαι μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πάνω από την πραγματικότητα που με κόπο έχεις χτίσει -
καθώς στα δυνατά τραντάγματα η σκέψη καθαίρεται απ΄όλα και εστιάζει με ένταση στο κέντρο της ύπαρξης, στον καθαρά προσωπικό χώρο της αυτοσυνειδησίας, αποζητώντας με αγωνία -στις οριακές στιγμές των αναταράξεων- να συνδεθεί με την αλήθεια των πραγμάτων .


Οι οριακές στιγμές .Όπως οι ανάσες που παίρνεις μετά την εγχείρηση για να συνέλθεις από τη νάρκωση, μόνος με τον εαυτό σου..


Ανυπομονώ τόσο να ξαναπατήσω στη γη πέντε ώρες αργότερα και να καταπιαστώ πάλι με  τις επουσιώδεις και απαραίτητες ασχολίες μου. Επιθυμώ να λήξει γρήγορα αυτή η κρίση, να μειωθεί σύντομα η εντροπία του συστήματος μου , να κατέβω από τις οριακές στιγμές μου στην ουδέτερη ρουτίνα του '' Λυπάμαι  , το εμβόλιο pneumo ειναι σε έλλειψη..''


Ψυχραιμία εαυτέ μου, σε λίγες ώρες θα έχουν λήξει όλα και το εσώτερο τρομαγμένο εγώ σου θα κουκουλωθεί πάλι από τις στοίβες των ανώδυνων ενασχολήσεων.Γραφικές σκέψεις?   Ίσως.


Είναι σχεδόν αστείο, καμιά φορά οι οριακές στιγμές της ζωής διαφέρουν  τόσο για τον κάθε ένα ..


Μα δε φταίω: το έχω δηλώσει ότι φοβάμαι τα αεροπλάνα.