Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Σοφία




Φορούσε πάντα τα ρούχα της μάνας της, φαρδιές ρόμπες στο χρώμα της στάχτης. Θα’ χε πατήσει τα σαράντα πέντε αλλά έδειχνε μεγαλύτερη, με τις γκρίζες τούφες πιασμένες άτσαλα, τα παλιόρουχα και την κορμοστασιά ξέχειλη. Ξεχασμένη.

Στην αρχή κατέβαινε στην αγορά για  τα ψώνια του σπιτιού και για φάρμακα . Από τότε που την απέλυσαν, την έβγαζαν με την σύνταξη του πατέρα.
‘’Ελενίτσα, έχεις οινόπνευμα;’’
Ζούσε για να φροντίζει  τους γονείς. Γιατί ο πατέρας άρχισε να χάνει δυνάμεις.

‘’Πώς πάτε Σοφάκι;’’ Τη λένε Σοφία αλλά της αρέσει να της μιλάω σα να είμαι εγώ η μεγαλύτερη κι εκείνη η μικρή, στην αρχή της, που’ χει όλο το χρόνο μπροστά της να ζήσει.
‘’Καλύτερα  Ελενίτσα , έχεις πάνες ακράτειας;’’
Πιστεύει πως είναι καθήκον της να φροντίζει πρώτα τον κατάκοιτο πατέρα, μετά τη μάνα και στο τέλος τον εαυτό της.  Ακούγεται λογικό.
‘’Άμα φτιάξουν τα πράγματα, θα δω τι θα κάνω κι εγώ’’ κι εννοεί ότι θα βρει κάποιον να παντρευτεί και να κάνει το δικό της σπιτικό. Κοιτάζω τις γκρίζες τούφες και προσπαθώ να της χαμογελάσω.  Για ενθάρρυνση.

 Ύστερα ο πατέρας κατάπεσε εντελώς. Η Σοφία πήρε κινητό για να την ειδοποιεί η μάνα όποτε τη χρειάζεται.
‘’Ελενίτσα έχεις κανένα υπόθετο για δυσκοιλιότητα να του βάλω;  Ή κλύσμα ίσως, τι λες κι εσύ;’’ 
Μετά η μητέρα έπαθε κατάθλιψη και ξυπνούσε από τις τρεις τα χαράματα. Κοιμόταν τη μέρα και τριγυρνούσε μες στο σπίτι όλη τη νύχτα, σα φάντασμα. Κι η Σοφία να‘ χει την έννοια της. Δεν παραπονιέται. Τα βήματά της είναι προδιαγεγραμμένα,  εκτελεί τις κινήσεις της στην σκακιέρα με προσήλωση.

Κάποια στιγμή μου έφερε πίσω ένα πακέτο πάνες ακράτειας- δεν τις χρειάζονταν πια. Ούτε το αερόστρωμα ούτε το κρεββάτι, τα  χάρισε στο γηροκομείο. Τώρα ήταν μόνες με τη μάνα.
‘’Πώς πάτε Σοφάκι;’’
‘’ Πολύ καλά,  η μητέρα δε σηκώνεται απ’ τις τρεις, κοιμάται ως τις πεντέμισυ, έξι.. ‘’
Χαμογελάει. Της χαμογελάω κι εγώ.

Τις προάλλες ήρθε με ένα εμπριμέ γαλάζιο φόρεμα. Θέλει να βάψει  τα μαλλιά της γιατί ο πατέρας  χρόνια τώρα δεν την άφηνε, θέλει κι ένα ρουζ .
‘’Να φτιαχτώ κι εγώ λιγάκι, ε Ελενίτσα; Ήρθε κι η σειρά μου.’’
Κοιτάζω τα μάτια της. Λάμπουν και γύρω τους  χορεύουν άφθονες ψιλές ψιλές γραμμούλες. Χαμογελάει. Είναι χαρούμενη.